σιλουρισμός

Revision as of 22:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A eating of a σίλουρος, serving it up at table, Diph. 17.11.

German (Pape)

[Seite 881] ὁ, das Essen vom σίλουρος, das Bewirthen damit, Ath. IV, 132 e aus Diphil.

Greek (Liddell-Scott)

σιλουρισμός: ὁ, τὸ ἐσθίειν σίλουρον, τὸ παρουσιάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το να παραθέτει κανείς σίλουρο στο δείπνο, να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίλουρος «είδος ψαριού» + κατάλ. -ισμός].