ὁ, A hoeing, POxy.1692.18 (ii A.D.). II a form of torture, Eun.VS p.478 B.
[Seite 888] ὁ, = σκάλσις, Sp.
ὁ, Α σκαλίζω1. σκάλισμα, σκάψιμο2. είδος οργάνου για βασανισμό.