σκάλσις

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλσις Medium diacritics: σκάλσις Low diacritics: σκάλσις Capitals: ΣΚΑΛΣΙΣ
Transliteration A: skálsis Transliteration B: skalsis Transliteration C: skalsis Beta Code: ska/lsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (σκάλλω) hoeing, digging, Thphr. CP 3.20.6, 4.13.3.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Scharren, Schüren, Schürfen, Kratzen, Hacken, Behacken, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλσις: -εως, ἡ, (σκάλλω) σκάλισμα, σκαφή, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. ὄσκαλσις), πρβλ. σκάλισις· - ὡσαύτως σκαλεία, σκάλευσις.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α σκάλλω
το σκάψιμο, το σκάλισμα.