σκαφετός

Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A hoeing, Gloss.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, = σκάπετος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφετός: ὁ, σκάπετος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σκαφή, το σκάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ετός (πρβλ. παγ-ετός)].