σκέπαστρον
English (LSJ)
τό,= σκεπαστήριον, A veil, Sm.Jb.24.15; hood, Gloss.
German (Pape)
[Seite 892] τό, Decke, Hülle, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκέπαστρον: τό, συνῃρ. ἀντὶ σκεπαστήριον, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.
τό,= σκεπαστήριον, A veil, Sm.Jb.24.15; hood, Gloss.
[Seite 892] τό, Decke, Hülle, LXX.
σκέπαστρον: τό, συνῃρ. ἀντὶ σκεπαστήριον, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.