σκέπαστρον
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
τό, = σκεπαστήριον, veil, Sm.Jb.24.15; hood, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 892] τό, Decke, Hülle, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκέπαστρον: τό, συνῃρ. ἀντὶ σκεπαστήριον, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.