σεισμοποιός

Revision as of 22:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A causing earthquakes, Ptol.Tetr.94, Vett. Val.8.25.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < -ποιός].