σεισμοποιός

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισμοποιός Medium diacritics: σεισμοποιός Low diacritics: σεισμοποιός Capitals: ΣΕΙΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: seismopoiós Transliteration B: seismopoios Transliteration C: seismopoios Beta Code: seismopoio/s

English (LSJ)

σεισμοποιόν, causing earthquakes, Ptol.Tetr.94, Vett. Val.8.25.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < -ποιός].