σιταλετικός

Revision as of 22:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A for grinding corn, μηχανή BGU405.7 (iv A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
κατάλληλος για άλεση σίτου («σιταλετική μηχανή», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αλετικός (< ἀλῶ «αλέθω»)].