σκοτόδειπνος

Revision as of 22:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A eating in the dark, Hsch. s.v. ζοφοδερκίας.

German (Pape)

[Seite 905] im Dunkeln essend, VLL., Erkl. von ζοφοδορπίας.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόδειπνος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει στο σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό-δειπνος].