σκοτάδι
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
το, Ν
1. έλλειψη φωτός, σκότος (α. «κοιτάζοντας ο καθένας τον ίδιο κόσμο χωριστά, το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά», Σεφέρης
β. «εκεί που τραβούσανε τη νύχτα στο σκοτάδι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. α) έλλειψη σαφήνειας, βεβαιότητας ή σιγουριάς («η ύπαρξή του σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά», Βάρν.)
β) άγνοια, πνευματικός ή ψυχικός ζόφος («βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας»)
γ) μυστήριο («μη μέ αφήνεις στα σκοτάδια)
3. φρ. α) «θα τον φάει το [μαύρο] σκοτάδι» ή «τον έφαγε το [μαύρο] σκοτάδι» — θα τον εξοντώσουν, θα τον σκοτώσουν ή τον εξόντωσαν, τον σκότωσαν
β) «το αιώνιο σκοτάδι»
i) τυφλότητα
ii) θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + υποκορ. κατάλ. -άδι(ον), πρβλ. σημ-άδι(ον)].