σκυτοτομία

Revision as of 22:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A shoemaking, Id.R.397e.

German (Pape)

[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομία: ἡ сапожное ремесло Plat.

Middle Liddell

σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]
shoemaking, Plat.