υποδηματοποιία
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
η, Ν·1. η τέχνη κατασκευής υποδημάτων
2. η βιοτεχνία ή η βιομηχανία κατασκευής υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].