σπαλακία

Revision as of 22:37, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A dim-sightedness, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, ein Fehler am Auge, Hesych., von

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰλᾰκία: ἡ, ἐλάττωμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀδυναμία τῆς ὁράσεως, «πήρωσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. μεγάλη εξασθένηση της όρασης
2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπ-ία)].