στάγδην

Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv., (στάζω)    A in drops, drop by drop, Hp.Epid.6.3.1, Aret.SA2.2.

German (Pape)

[Seite 926] adv., tröpfelnd, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στάγδην: Ἐπίρρ. (στάζω) κατὰ σταγόνας, Ἱππ. 1174 Η, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ- του στάζω (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάγδην [στάζω] adv., druppelsgewijs, druppel voor druppel.