στάγδην
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
Adv., (στάζω) in drops, drop by drop, Hp.Epid.6.3.1, Aret.SA2.2.
German (Pape)
[Seite 926] adv., tröpfelnd, Hippocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάγδην [στάζω] adv., druppelsgewijs, druppel voor druppel.
Greek (Liddell-Scott)
στάγδην: Ἐπίρρ. (στάζω) κατὰ σταγόνας, Ἱππ. 1174 Η, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ- του στάζω (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην)].