στερεομέτρης

Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one who measures solids, Gal.Thras.47.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μετρά στερεά σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω-μέτρης].