σταθηρός

Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

στᾰθηρότης, late forms of σταθερός, σταθερότης, the former in Ph.1.244, Iamb.Comm.Math.34 (Adv.    A -ρῶς Mich.in EN 592.24), the latter in Eustr.in EN98.33.

German (Pape)

[Seite 927] = σταθερός, E. M; μεσημβρίας σταθηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰθηρός: σταθηρότης, μεταγενέστ. τύποι τῶν σταθερός, σταθερότης, S häf. εἰς Διον. Ἁλ. π. π. Συνθ. σ. 338.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
βλ. σταθερός.

Russian (Dvoretsky)

σταθηρός: Arst. = σταθερός.