σταθερότης
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
-ητος, ἡ, steadiness, firmness, ib.515; cf. σταθηρότης.
German (Pape)
[Seite 927] ητος, ἡ, Stätigkeit, Beständigkeit, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰθερότης: -ητος, ἡ, εὐστάθεια, ἀκινησία, Εὐστράτ. εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1, Θεόδ. Πρόδρ.