στρατόπλωτος

Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (πλέω)    A transporting an army, ῥῆτραι σ. orders for sailing, Lyc.1037.

German (Pape)

[Seite 952] das Heer überschiffend, ῥῆτραι, Lycophr. 1037.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτόπλωτος: -ον, (πλέω) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός.