συγκαταθύω

Revision as of 23:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A sacrifice together, Ph.2.398, Eust.1875.10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθύω: καταθύω, θυσιάζω ὁμοῦ, Εὐστ. 1875. 10.

Greek Monolingual

Α
θυσιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθύω «καίω ως προσφορά»].

Greek Monolingual

Α
θυσιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθύω «καίω ως προσφορά»].