συγκαταθύω

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθύω Medium diacritics: συγκαταθύω Low diacritics: συγκαταθύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΥΩ
Transliteration A: synkatathýō Transliteration B: synkatathyō Transliteration C: sygkatathyo Beta Code: sugkataqu/w

English (LSJ)

sacrifice together, Ph.2.398, Eust.1875.10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθύω: καταθύω, θυσιάζω ὁμοῦ, Εὐστ. 1875. 10.

Greek Monolingual

Α
θυσιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθύω «καίω ως προσφορά»].