συγκεράω

Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. συγκεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεράω: ἴδε ἐν λ. συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκεράω zie συγκεράννυμι.