συγκεράω
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
v. συγκεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεράω: ἴδε ἐν λ. συγκεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκεράω zie συγκεράννυμι.