στερεόδερμος

Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with hard skin or coat, Sch.Nic.Th. 376.

German (Pape)

[Seite 936] mit fester Haut, Schol. Nic. Th. 376.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόδερμος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν δέρμα, σκληρόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + δέρμα].