τήβενν-ος, A v. τήβεννα.
[Seite 1104] ίδος, ἡ, und τήβεννος, ἡ, = τήβεννα, Sp.
και εσφ. γρφ. τημενίς, -ίδος, ἡ, Ατήβεννος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τήβεννα / τήβεννος + επίθημα -ίς (πρβλ. πινακ-ίς)].