συνείργνυμι

Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = συνέργω, Plu.Rom.5:—Pass., ἐς θάλαμον Id.Alex. 2; ἐν δεσμῷ Id.2.493d, cf. Crass.8.

German (Pape)

[Seite 1011] u. συνειργνύω, = συνείργω, Sp., wie Plut. conj. praec. A.

French (Bailly abrégé)

c. συνέργω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.

Greek Monotonic

συνείργνῡμι: = συνέργω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνείργνῡμι:
1) заключать, запирать вместе (εἰς θάλαμόν τινα, ἐν δεσμῷ συνειργμένος Plut.);
2) соединять, сочетать (τινί Plut.): οἱ συνειργνύμενοι Plut. новобрачные.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνείργνυμι en συνείργω zie συνέργω.

Middle Liddell

= συνέργω, Plut.]