συνεπιλάμπω

Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A illumine at the same time, Thphr. CP4.4.13, Plot.4.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιλάμπω: συγχρόνως ἐπιλάμπω, ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 13.

Greek Monolingual

Α ἐπιλάμπω
λάμπω επίσης από ψηλά.

Greek Monolingual

Α ἐπιλάμπω
λάμπω επίσης από ψηλά.