συνεπιστενάζω

Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A groan at or over together, Epict.Ench.16; ταῖς ἀλγηδόσιν Diog.Oen. 61.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστενάζω: ἐπιστενάζω ὁμοῦ, στενάζω ἐπί τινι ὁμοῦ, μὴ ὄκνει καὶ συνεπιστενάξαι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 16.

Greek Monolingual

Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.