βοῦνις
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A hilly, Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117 (lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).
ιδος, ἡ,
A hilly, Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117 (lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).