σφαιρομάχος

Revision as of 08:12, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,    A one who spars with the σφαῖρα 4, A.D.Adv.188.26, POxy.1050.13 (ii/iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρομάχος: ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ σφαίρας (Ι. 4), Α. Β. 602, 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αθλητής που αγωνιζόταν σε πυγμαχικό αγώνα με σφαίρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μάχος].