σχινέλαιον

Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A mastich oil, made from the berries of the σχῖνος 1, Dsc.1.41 (in lemmate), Suid.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, Mastixöl, aus den Beeren des σχῖνος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σχῑνέλαιον: τό, σχίνινον ἔλαιον, ἔλαιον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ τοῦ σχίνου, Διοσκ. 1. 50 (ἐν τῷ λήματι, δηλ. τῷ τίτλῳ), Σουΐδ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος λαδιού που παρασκευαζόταν από τους κόκκους του σχίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + ἔλαιον.