σωματότης

Revision as of 08:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A corporeality, S.E.M.3.85, Gal.19.482, Plot.2.4.12, Theol.Ar.5, Iamb.Protr.21.

German (Pape)

[Seite 1060] ητος, ἡ, die Körperlichkeit, das Körpersein, S. Emp. adv. phys. 1, 371, oft.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης σώματος, ἡ φύσις τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ σῶμα, σώματος]
το να έχει κάτι ή κάποιος σώμα, σωματική υπόσταση.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτότης: ητος ἡ телесность, вещественность Sext.