σύνιππος
English (LSJ)
ον, A together with a horse, Tz.H.3.868.
Greek Monolingual
-ον, Μ
ο μαζί με το άλογο («...σύνιππον τῷ λάκκῳ πεπτωκότα», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἵππος (πρβλ. ἔφ-ιππος)].
ον, A together with a horse, Tz.H.3.868.
-ον, Μ
ο μαζί με το άλογο («...σύνιππον τῷ λάκκῳ πεπτωκότα», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἵππος (πρβλ. ἔφ-ιππος)].