σύνουρος

Revision as of 08:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

( ξύνουρος),    A v. σύνορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. σύνορος.

Greek Monotonic

σύνουρος: Ιων. αντί σύν-ορος.

Russian (Dvoretsky)

σύνουρος: ион. Aesch. = σύνορος.