ταβάσιος

Revision as of 08:28, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, perh.    A = τοπάζιος, PHolm.11.38; λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι<ν> ib.4.12; ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος ib.8.7.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τοπάζι («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, αντί της λ. τοπάζιον].