ταφεύς

Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

έως, ὁ,    A burier, grave-digger, S.OC582, El. 1488, Plu.Comp.Pel.Marc.3.

German (Pape)

[Seite 1075] έως, ὁ, der den Todten begräbt; Soph. O. C. 588 El. 1410; B. A. 308.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰφεύς: έως, ὁ, (θάπτω) ὁ θάπτων, νεκροθάπτης, Λατ. vespillo, Σοφ. Ο. Κ. 582. Ἠλ. 1488.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui ensevelit, fossoyeur.
Étymologie: θάπτω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς)].

Greek Monotonic

τᾱφεύς: -έως, ὁ (θάπτω), νεκροθάφτης, Λατ. vespillo, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰφεύς: έως ὁ хоронящий мертвецов Soph.: τοὺς συμμάχους ταφεῖς ἔσχεν Plut. (Пелопид) был похоронен союзниками.

Middle Liddell

τᾰφεύς, έως, ὁ, θάπτω
a burier, Lat. vespillo, Soph.

English (Woodhouse)

one who buries