τολμητικός

Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α τολμητής
τολμηρός.