τολμητικός

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητικός Medium diacritics: τολμητικός Low diacritics: τολμητικός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tolmētikós Transliteration B: tolmētikos Transliteration C: tolmitikos Beta Code: tolmhtiko/s

English (LSJ)

τολμητική, τολμητικόν, = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α τολμητής
τολμηρός.