τιμῆντα
English (LSJ)
A v. τιμήεις. τῑμήορος, ον, v. τιμωρός. τῑμηρύειν· τιμιοπωλεῖν, Hsch. τιμῆς, gen. of τιμή. II contr. for τιμήεις.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμῆντα: συνῃρ. ἀντὶ τιμήεντα.
French (Bailly abrégé)
acc. m. contr. de τιμήεις.
Greek Monotonic
τῑμῆντα: συνηρ. αντί τιμήεντα, αιτ. του τιμήεις.
Russian (Dvoretsky)
τιμῆντα: Hom. acc. к τιμῇς.