τιμῆντα

Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. τιμήεις. τῑμήορος, ον, v. τιμωρός. τῑμηρύειν· τιμιοπωλεῖν, Hsch. τιμῆς, gen. of τιμή.    II contr. for τιμήεις.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμῆντα: συνῃρ. ἀντὶ τιμήεντα.

French (Bailly abrégé)

acc. m. contr. de τιμήεις.

Greek Monotonic

τῑμῆντα: συνηρ. αντί τιμήεντα, αιτ. του τιμήεις.

Russian (Dvoretsky)

τιμῆντα: Hom. acc. к τιμῇς.