τιμωρός
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
τιμωρόν, contr. from τιμάορος (v. sub fin.), which remains as a Dor. form in Pi.O. 9.84 (trisyll.), A.Ag.514, al., E.Fr.318.4, IG14.1389 ii 29 (Rome), etc.; in late Ep. τιμήορος, A.R.4.709, 1358, 1730: A.Supp.42 (lyr.) has an acc. τιμάορα, as if from τιμάωρ, ορος, ὁ:—
A avenging, and as substantive avenger, τ. τινός any one's avenger, A.Ag.1280, 1324, 1578, S.El.811, 1156, etc.: c. dat., τ. τινὶ γενέσθαι Antipho 1.2: c. gen. rei, helping one to vengeance for a thing, πατρὶ τ. φόνου S.El. 14: abs., ἐπεὶ τιμάορος ἕστωρ the founder is the avenger, IG l.c. (cf. Berl.Sitzb.1928.19): not always of persons, δίκη κακῶν τ. S.Fr.107.9; ἡ τῶν συγγενῶν αἱμάτων τ. δίκη Pl.Lg.872e, cf. 716a; χείρ E.Hec. 843; λόγος τιμωρός a plea or argument for vengeance, Hdt.7.5.
2 executioner, Plb.2.58.8.
3 τιμωρόν, τό, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.
II succouring, and as substantive succourer of one who has been attacked or wronged, Hdt.2.141, 7.171, Th.4.2; τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν my tutelary god, A.Ag.514; ἡρῷσσαι, Λιβύης τιμήοροι ἠδὲ θύγατρες A.R.4.1358; Ἀπόλλωνα . . Ἀνάφης τιμήορον ib.1730.
2 metaph., ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις I have come to pay honour to . ., Pi.l.c. (τιμαορος perhaps 'penalty-exactor', fr. τιμή III and ἄρνυμαι:—for the accentuations τιμάορος: τιμωρός, cf. λυράοιδος: λυρῳδός, on which see Hdn.Gr.1.229.)
German (Pape)
[Seite 1117] ion. τιμήορος, dor. τιμάορος, eigtl. die Ehre wahrend, und daher die verletzte Ehre Jemandes schützend; helfend, beschirmend, beistehend; ἦλθον τιμάορος μίτραις, Pind. Ol. 9, 84; Her. 2, 141; ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, Aesch. Ag. 500; – rächend; τιμωρός τινος, Jemandes Rächer, ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος, 1263, vgl. 1560; Ch. 141; Soph. El. 801; σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός, Eur. Hec. 790; τιμωροὺς λιπέσθαι τῶν δεδραμένων δίκην, Herc. F. 168; auch χεῖρα τιμωρόν, Hec. 843; auch τινί, Her. 7, 171; λόγος τιμωρός, zur Rache auffordernde Rede, 7, 5; πατρὶ τιμωρὸν φόνου, Soph. El. 14; – der Peiniger, Scharfrichter, Pol. 2, 58, 8.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 protecteur, défenseur;
2 vengeur : τινος, τινι de qqn ; τινί τινος qui venge qqn d'un crime commis contre lui.
Étymologie: contr. p. τιμάορος de τιμή, αἴρω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμωρός:
I ион. τῑμήορος, дор. τῑμάορος 2 (ᾱ)
1 карающий, мстящий (χείρ Eur.);
2 взывающий к мщению, мстительный (λόγος Her.).
II ион. τῑμήορος ὁ
1 заступник, защитник, хранитель, Aesch., Her. etc.;
2 мститель, каратель: τ. τινος Aesch., Soph., Thuc. мститель за кого-л., Soph., Plat. каратель чего-л.;
3 исполнитель кары, палач Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρός: -όν, συνῃρ. ἐν τοῦ τιμάορος (ἴδε ἐν τέλ.), ὅπερ διαμένει ὡς Δωρικ. τύπος παρὰ Πινδ. Ο. 9. 124, Αἰσχύλ., κλπ.· παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. τιμήορος· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 43 ἔχει ὡς αἰτ. τιμάορα, ὥσπερ ἐξ ὀνομ. τιμάωρ, ορος, ὁ· - κυρίως, ὁ φύλαξ τῆς τιμῆς· ὅθεν, 1) ὁ βοηθῶν, συντρέχων, καὶ ὡς οὐσιαστ., βοηθός, ἐπίκουρος, Ἡρόδ. 2. 141., 7. 171, Θουκ. 4. 2· τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, τὸν προστάτην μου θεόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 514. ΙΙΙ. ὁ βοηθῶν τὸν ἀδικηθέντα, ἐκδικῶν αὐτόν, καὶ ὡς οὐσιαστ., ἐκδικητής, τ. τινος αὐτόθι 1280, 1324, 1578, Σοφ. Ἡλ. 811, 1154, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ., τιμ. τινι Ἀντιφῶν 111. 40, Θουκ. 4. 2· καὶ μετὰ γεν. πράγμ., ὁ βοηθῶν τινα εἰς ἐκδίκησιν διά τι πρᾶγμα, πατρὶ τ. φόνου Σοφ. Ἠλ. 14· - ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε ἐπὶ προσώπων, δίκη κακῶν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94· ἡ τῶν ξυγγενῶν αἱμάτων τ. δίκη Πλάτ. Νόμ. 872E, πρβλ. 716A· χεὶρ Εὐρ. Ἑκ. 843· λόγος τ. Ἡρόδ. 7. 5. 2) ὁ δήμιος, Πολύβ. 2. 58, 8· = οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν ἐν Πλουτ. Ἀρτοξ. 14, 17. (Κυρίως τιμάϝορος, ἴδε ἐν λ. οὖρος (B).)
Greek Monolingual
ο, η / τιμωρός, -όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, -ον και τιμάωρ, ὁ, Α
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ.)
2. εκδικητής
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo τιμωρόν
το κώνειο
αρχ.
1. βοηθός, επίκουρος
2. ως ουσ. εκτελεστής ποινών, δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τιμ-ωρός έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. τιμή «αξία, εκτίμηση» και β' συνθετικό -ωρός (< ρ. wer-/ wor- «παρατηρώ, προσέχω, φυλάσσω» του ρ. ὁρῶ, πρβλ. οὖρος [Ι] «φύλακας, προστάτης», ὄρομαι «επιβλέπω, επιτηρώ», για τη μορφή και τη σημ. του β' συνθετικού βλ. και λ. ορώ), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θυρωρός, σκευωρός). Ο δωρ. τ. τιμᾱ-ορος έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -ορος που εμφανίζει τη δασύτητα του ὁρῶ (πρβλ. έφορος) και ανάγεται στη μορφή sor- της ρίζας (βλ. και λ. ορώ). Η λ. τιμωρός με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την τιμή» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και μάλιστα αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την αδικία, του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την οικογένεια τών τίνω, ποινή (βλ. και λ. τιμή)].
Greek Monotonic
τῑμωρός: -όν, συνηρ. από το τιμ-άορος (τιμή, ἀείρω)· φύλακας της τιμής· και ομοίως,
I. αυτός που βοηθάει, που συντρέχει, και ως ουσ., βοηθός, επίκουρος, σε Ηρόδ., Θουκ.· τὸν ἐμὸν τιμάορον, τον προστάτη μου θεό, σε Αισχύλ.
II. αυτός που βοηθάει κάποιον που έχει αδικηθεί, αυτός που εκδικείται, και ως ουσ., εκδικητής, στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., αυτός που βοηθάει κάποιον να εκδικηθεί για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.· λόγος τιμωρός, έκκληση ή αιτία εκδίκησης, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
τῑμ-ωρός, όν τιμή, ἀείρω
upholding honour; and so,
I. helping, aiding, succouring, and as substantive a helper, aider, Hdt., Thuc.; τὸν ἐμὸν τιμάορον my tutelary god, Aesch.
II. assisting one who has suffered wrong, avenging, and as substantive an avenger, Aesch., Soph., etc.; c. gen. rei, helping one to vengeance for a thing, Soph.:— λόγος τ. a plea or argument for vengeance, Hdt.
Frisk Etymology German
τιμωρός: (Hdt., att.),
{timōrós}
Forms: dor. τιμάορος (Pi., Trag.), hell. Ep. τιμήορος (A. R.)
Meaning: beschützend, Beschützer, rächend, Rächer
Derivative: mit τιμωρία, -ίη, -έω, -έομαι, -ησις, -ημα, -ητής, -ητήρ, -ητικός, -ίζομαι.
Etymology: Eig. "die τιμή wahrend, bewachend", aus *τιμαϝορος, Univerbierung (Zusammenbildung) von τιμή und ὁράω (s.d.). — Anders McKenzie Class Quart. 15, 186 (zu ἄρνυμαι; abzulehnen).
Page 2,901-902
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=βοηθός, ἐκδικητής). Συνηρημ. ἀπό τό δωρ. τιμάϝορος → τιμή + οὖρος (=φύλακας) ἤ ἀπό τό τιμή + ϝοράω-ῶ ἤ ὤρα (=φροντίδα). Μπορεῖ ἀκόμη γιά β´ σύνθ. νά εἶναι τό ἄρνυμαι (=παίρνω, κερδίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιμωρῶ, τιμώρημα, τιμωρησείω (ἐφετικό), τιμώρησις, τιμωρητέον, τιμωρητέος, τιμωρητής καί τιμωρητήρ, τιμωρητικός, ἀτιμώρητος, ἀτιμωρήτως, τιμωρία.
Lexicon Thucydideum
auxiliator, one who brings aid, 4.2.3, 4.86.2.
Translations
helper
Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ, ܥܕܘܪܬܐ, ܡܥܕܪܢܐ, ܡܥܕܪܢܝܬܐ; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی; Persian: دستیار, آسیستان; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan
executioner
Albanian: therës, thikar; Arabic: جَلَّاد; Armenian: դահիճ; Azerbaijani: cəllad; Bashkir: йәлләт; Basque: borrero; Belarusian: кат; Bengali: জল্লাদ; Bulgarian: палач, джелат; Burmese: အာဏာသား; Catalan: botxí, botxina; Chinese Mandarin: 劊子手/刽子手; Czech: kat, popravčí; Danish: bøddel, skarpretter; Dutch: beul; Esperanto: ekzekutisto; Estonian: timukas; Faroese: bøðil; Finnish: teloittaja, pyöveli; French: exécuteur des hautes œuvres, bourreau, exécuteur de la haute justice, maître des hautes œuvres, bourrelle; Galician: buxeu, verdugo; Georgian: ჯალათი; German: Henker, Scharfrichter, Henkerin, Scharfrichterin; Greek: εκτελεστής, δήμιος; Ancient Greek: ἀγχονιστής, ἄγχων, ἄνδραγχος, ἀποκεφαλιστής, δάμιος, δήμιος, δημόκοινος, δημόσιος, ζημιωτής, ζητρός, κυαιστιωνάριος, ποινουργός, πρόδικος, τιμωρός; Hebrew: תַּלְיָן; Hindi: जल्लाद; Hungarian: hóhér; Icelandic: böðull; Indonesian: algojo, jalad; Irish: básadóir, céastúnach; Italian: boia, carnefice; Japanese: 死刑執行人, 処刑人; Kazakh: жазалаушы, жендет; Khmer: ពេជ្ឈឃាដ; Korean: 사형 집행인, 망나니; Kurdish Northern Kurdish: celad; Kyrgyz: желдет; Lao: ເພັດຊະຄາດ; Latgalian: kāts; Latin: carnifex, carnufex; Latvian: bende; Lithuanian: budelis; Luxembourgish: Henker; Macedonian: џелат, главосек, главорез, погубник, палач, бесач; Malay: algojo, pertanda, jalad, pelebaya; Malayalam: ആരാച്ചാർ; Maltese: eżekutur; Maori: kaiwhakamate; Mirandese: algoç; Mongolian: зандалчин; Northern Sami: bievval; Norwegian: bøddel, skarpretter; Ottoman Turkish: جلاد; Pali: vajjhaghātaka; Pashto: جلاد; Persian: دژخیم, جلاد; Polish: kat, oprawca; Portuguese: carrasco, algoz; Romanian: călău, gâde; Romansch: boier, sbir, hentger; Russian: палач, экзекутор, кат; Sanskrit: कालपाशिक, वधकर्माधिकारिन्; Serbo-Croatian Cyrillic: главосек, главосеча, крвник, џелат; Roman: glavosek, glavoseča, krvnik, dželat; Slovak: kat, popravca; Slovene: krvnik, rabelj; Sorbian Upper Sorbian: kat; Spanish: verdugo, carnífice, verduga; Swahili: mchinja, mchinjaji, mnyongaji; Swedish: bödel; Tajik: ҷаллод; Tatar: җәллад; Thai: เพชฌฆาต; Turkish: cellat; Turkmen: jellat; Ukrainian: кат; Urdu: جلاد; Uyghur: جاللات; Uzbek: jallod; Vietnamese: người hành hình, đao phủ; Welsh: dienyddiwr