τετᾰν-πόμενος, τετᾰν-πώμεσθα, A v. τέρπω.
τετάρπετο: -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. τέρπω.
see τέρπω.
τετάρπετο: γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του τέρπω· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.