τοιχωρυχία

Revision as of 08:56, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A housebreaking, X.Ap.25, D.H.4.24.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, das Durchbohren der Wand, der Einbruch; Xen. Apol. 25, 1; D. Hal. 4, 24. – Uebertr., die Spitzbüberei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχωρῠχία: ἡ, τὸ τοιχωρυχεῖν, τὸ εἰσέρχεσθαι εἰς οἰκίαν δι’ ὀρύξεως τοῦ τοίχου, Ξεν. Ἀπολ. 25, Διον. Ἁλ. 4. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de percer un mur pour voler ; vol par effraction.
Étymologie: τοιχωρύχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τοιχωρυχῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τοιχωρυχώ.

Russian (Dvoretsky)

τοιχωρῠχία: ἡ кража со взломом Xen.