τραγοειδής

Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like a he-goat, Pl.Cra.408d.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksartig, bocksähnlich, Plat. Crat. 408 d.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τράγον, Πλάτ. Κρατ. 408D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τράγο, τραγόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοειδής: козлоподобный (Πάν Plat.).