τραπεζοποιία

Revision as of 09:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A table-making, Str.4.6.2 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.

Greek Monotonic

τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾰπεζο-ποιία, ἡ,
table-making, Strab.