ἡ, A hiring of tables, Inser. Magn.116.41 (ii A. D.).
ἡ, Ααγορά ή μίσθωση τραπεζιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιππ-ωνία].