μίσθωση

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μίσθωσις) μισθώνω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του μισθώνω, η έναντι μισθού ή μισθώματος παροχή
2. η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του ιδιοκτήτη, δηλαδή του εκμισθωτή, και του μισθωτή, δηλαδή εκείνου που αναλαμβάνει έναντι παροχής μισθώματος το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος για ένα χρονικό διάστημα
νεοελλ.
1. η ενοικίαση ως προς τον ενοικιαστή, ή η εκμίσθωση ως προς τον ιδιοκτήτη
2. πολυμερής σύμβαση με την οποία επιτυγχάνεται η οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας ή της χρήσης πράγματος
3. φρ. α) «μίσθωση εργασίας» — σύμβαση εργασίας
β) «μίσθωση έργου» — σύμβαση με την οποία αναλαμβάνει κανείς να εκτελέσει συγκεκριμένο έργο έναντι ορισμένης αμοιβής, αλλ. σύμβαση εκτελέσεως έργου ή εργολαβία
γ) «μίσθωση πράγματος» — σύμβαση με την οποία παραχωρείται για ορισμένη ή αόριστη χρονική περίοδο από τον εκμισθωτή η χρήση ενός πράγματος από τον μισθωτή έναντι οικονομικού ανταλλάγματος
μσν.-αρχ.
μίσθωμα, ενοίκιο
αρχ.
1. μισθός τον οποίο εισέπραττε ο κύριος ενός δούλου για την εκμισθωμένη σε άλλον εργασία του δούλου του
2. μισθός τών στρατιωτών
3. το εισόδημα που απέφερε ένα κτήμα
4. φρ. «δίκη μισθώσεως» ή «δίκη μισθώσεως οἴκου» — αγωγή και δίκη εναντίον επιτρόπου ο οποίος είχε αμελήσει να δώσει με ενοίκιο ικανοποιητικό το σπίτι εκείνου που επιτρόπευε.