φθερσίβροτος

Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = φθισίμβροτος (q. v.), Epigr. in Paus. 3.8.9.

German (Pape)

[Seite 1271] oder richtiger φθερσίμβροτος, Menschen verderbend, tödtend, Epigr. bei Paus. 3, 8,5. S. φθισίμβροτος.

Greek (Liddell-Scott)

φθερσίβροτος: -ον, = φθισίμβροτος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Παυσ. 3. 8, 9, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 22.

Greek Monolingual

-ον, Α
φθισίμβροτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσί-βροτος)].