φθισίμβροτος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
φθισίμβροτον, (φθίω, βροτός) destroying or killing men, μάχη, αἰγίς, Il.13.339, Od.22.297; φθισίβροτος in Epigr. ap. Plu.Lys.22 (sed φθερσίβροτος (q.v.) ap.Paus.3.8.9). [ῑ perhaps metri gr., unless φθεισίβροτος should be read.]
German (Pape)
[Seite 1271] Menschen verderbend, tödtend, Il. 13, 339 Od. 22, 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui consume ou fait périr les mortels.
Étymologie: φθίω, βροτός.
Russian (Dvoretsky)
φθῑσίμβροτος: Hom. = φθισήνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐσίμβροτος: -ον, (φθίω, βροτὸς) ἀντὶ φθισίβροτος, ὁ καταστρέφων ἤ φονεύων βροτούς, Ἰλ. Ν. 339, Ὀδ. Χ. 297, πρβλ. φθερσίβροτος.
Greek Monolingual
φθισίμβροτος και φθισίβροτος, -ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -(μ)βροτος (< βροτός «θνητός»). Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι-κ.λπ.].
Greek Monotonic
φθῑσίμβροτος: -ον (φθίω, φθίσω), αντί του φθισίβροτος, αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.
Middle Liddell
φθῑσίμβροτος, ον, φθίω, φθίσω]
for φθισίβροτος, destroying men, Il., Od.