φιλοφάρμακος
English (LSJ)
ον, A fond of drugs, Gal.16.322: in bad sense, Cat.Cod.Astr.8(4).158; τὸ φ. ἔθος Paul.Aeg.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοφάρμακον
η συνήθεια της λήψης φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φάρμακον (πρβλ. εὐ-φάρμακος)].